- χλαρόν
- χλᾱρόν , χλαρόςexultinglymasc acc sgχλᾱρόν , χλαρόςexultinglyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χλάρ — Α ιων. τ. χλαρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαρόν] … Dictionary of Greek